δυναμωτικό

δυναμωτικό
το мед. тоническое средство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δυναμωτικό" в других словарях:

  • άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • δυναμωτικός — ή, ό (AM δυναμωτικός, ή, όν) αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό τονωτικό φάρμακο …   Dictionary of Greek

  • μεθυλαρσινικός — ή, ό φρ. «μεθυλαρσινικό νάτριο» (φαρμ.) οργανική χημική ένωση που χρησιμοποιήθηκε ως τονωτικό και δυναμωτικό κατά τη θεραπεία τής φυματίωσης, γνωστή με την εμπορική ονομασία αρρενάλη …   Dictionary of Greek

  • ξαρρωστικό — το δυναμωτικό φαγητό ή τονωτικό φάρμακο, παρασκεύασμα που συντελεί στη θεραπεία αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξαρρωστικό (ενν. φάρμακο). Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. ξαρρωστικός] …   Dictionary of Greek

  • χλωράκοπον — τὸ, Α είδος πράσινου εμπλάστρου για την ανακούφιση από τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ἄκοπον «δυναμωτικό»] …   Dictionary of Greek

  • κυκεών — Είδος ροφήματος, κατά την αρχαιότητα. Ήταν ένας πολτός που αποτελούσε κράμα διαφόρων υλικών και τον έπιναν ως αναψυκτικό ή ως φάρμακο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Δήμητρα έψαχνε την κόρη της, Περσεφόνη, έφτασε στην Ελευσίνα και εκεί η Ιάμβη… …   Dictionary of Greek

  • λεκιθίνες — Φυσικές οργανικές ουσίες, που περιέχουν φωσφόρο και άζωτο και ανήκουν στην ομάδα των φωσφατιδίων. Οι λ. αποτελούνται από μεικτά γλυκερίδια, στα οποία τα δύο υδροξύλια της γλυκερίνης εστεροποιούνται με λιπαρά οξέα και το τρίτο με φωσφορικό οξύ, το …   Dictionary of Greek

  • δυναμωτικός — ή, ό αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός: Το μέλι είναι πολύ δυναμωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τονωτικός — ή, ό 1. δυναμωτικός, διεγερτικός, ζωογονητικός: Τονωτικές ενέσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., τονωτικό, το δυναμωτικό φάρμακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»